Η παλιά πόλη της Χίβα, στην οποία ζει ένα μικρό μέρος των κατοίκων, καθώς οι περισσότεροι διαμένουν στη νέα πόλη, σώζεται καθ' ολοκληρίαν και αποτελεί ένα υπαίθριο ζωντανό μουσείο του Ουζμπεκιστάν. Ψηλά πριονωτά τείχη με πύργους, σκεπαστές πύλες, θολωτές στοές, τζαμιά, μεντρεσέδες, μαυσωλεία, παλάτια και πλατείες μάς δίνουν μια εικόνα τού πώς ήταν η ζωή κάποτε
Το ξυλουργείο του Αμπντουλά βρίσκεται στην άκρη της πόλης, σχεδόν ακουμπάει στο τείχος που την περιβάλλει. Οι ντόπιοι λένε ότι είναι το πιο παλιό στη Χίβα. Δεν είναι μεγάλο, το πολύ 20 τ.μ. Αδούλευτα και δουλεμένα κομμάτια ξύλου καλύπτουν κάθε σπιθαμή του χώρου από το δάπεδο ώς την οροφή, ισορροπώντας μεταξύ τους μ' έναν παράξενο τρόπο, όπου όλα μοιάζουν να κρέμονται από μια κλωστή. Εχεις το φόβο ότι ένα να τραβήξεις τα υπόλοιπα θα σωριαστούν με πάταγο καταγής. Κι ανάμεσα σ' αυτή την επισφαλή ισορροπία ο γερο-Αμπντουλά, καθισμένος κάτω από μια σκονισμένη λάμπα, ολημερίς με το καλέμι και το σφυρί στο χέρι δίνει σχήμα και μορφή στο αγαπημένο του υλικό, το ξύλο. Μόλις έχει ολοκληρώσει μια κολόνα χαραγμένη με μια σειρά φυτικά διακοσμητικά μοτίβα και ρίχνει τις τελευταίες ματιές. «Ακολουθώ το επάγγελμα του πατέρα μου και του παππού μου», μου εξηγεί όταν έχει αφήσει πια τα εργαλεία. Ο Αμπντουλά συνεχίζει μια παράδοση ξυλογλυπτικής, που η αφετηρία της χάνεται στ' αρχαία χρόνια. Ξυλόγλυπτες κολόνες, πόρτες, αλλά και χρηστικά αντικείμενα υψηλής αισθητικής φτιαγμένα από σπουδαίους τεχνίτες κοσμούσαν παλάτια, κορανικές σχολές, τζαμιά και σπίτια της πόλης. Παράδοση δημιουργήθηκε επίσης με τα χρόνια και σε άλλες δραστηριότητες, όπως στη γλυπτική πάνω στο γύψο και την πέτρα, την υφαντουργία και τη ραπτική, την παραγωγή μεταξιού από μεταξοσκώληκες, τη σιδηρουργία και τα κοσμήματα. Ο μεγαλύτερος αριθμός πολιτών της Χίβα ήταν τεχνίτες που πουλούσαν τα προϊόντα τους και οι οποίοι μετέδιδαν τις γνώσεις τους από πατέρα σε γιο.
Η Χίβα όμως έγινε περισσότερο γνωστή από μια άλλη δραστηριότητα: το εμπόριο σκλάβων. Το παζάρι της για την αγοραπωλησία σκλάβων ήταν το μεγαλύτερο σ' ολόκληρη την κεντρική Ασία και καθόρισε την ταυτότητα της πόλης και της γύρω περιοχής για πάνω από τρεις αιώνες (16ος - 19ος). Οι σκλάβοι προέρχονταν κυρίως από φυλές Τουρκμένων από την έρημο Καρακούμ και από φυλές Καζάκων από τις περιοχές των στεπών. Το όνομα της Χίβα είναι συνυφασμένο με καραβάνια σκλάβων, βαρβαρική σκληρότητα και ριψοκίνδυνα ταξίδια ανάμεσα σε ερήμους και στέπες τις οποίες λυμαίνονταν σκληρές και φιλοπόλεμες φυλές.
Η παλιά πόλη της Χίβα, στην οποία ζει ένα μικρό μέρος των κατοίκων, καθώς οι περισσότεροι διαμένουν στη νέα πόλη, σώζεται καθ' ολοκληρίαν και αποτελεί ένα υπαίθριο ζωντανό μουσείο χάρη σ' ένα πρόγραμμα ανάπλασης των Σοβιετικών την περίοδο 1970-80. Ψηλά πριονωτά τείχη με πύργους, σκεπαστές πύλες, θολωτές στοές, τζαμιά, μεντρεσέδες, μαυσωλεία, παλάτια και πλατείες μάς δίνουν μια εικόνα τού πώς θα ήταν εκείνη την εποχή. Με τη βοήθεια της φαντασίας φέρνει κανείς πίσω το χρόνο, στήνοντας παζάρια κι αγορές με δούλους, πολύτιμα εμπορεύματα και μετάξι και ξαναζωντανεύει καραβάνια με καμήλες, εμπόρους, πραματευτάδες και γυρολόγους.
Αφήνω τον Αμπντουλά και το ξυλουργείο του και φθάνω στην Ανατολική Πύλη των τειχών, που βρίσκεται πολύ κοντά. Τη διασχίζω και στέκομαι δεξιά της, σ' ένα χώρο όπου λειτουργούσε ένα μεγάλο σκλαβοπάζαρο μέχρι το 1873. Μπροστά απ' αυτή την πύλη ανακοινώνονταν οι νόμοι και οι διαταγές του χαν (έτσι προσφωνούσαν το βασιλιά) και τιμωρούνταν οι εγκληματίες. Ηταν γνωστή με το όνομα «Η πύλη των εκτελέσεων».
Τα τείχη της πόλης χωρίζονταν στο εσωτερικό και το εξωτερικό τμήμα. Το εσωτερικό τείχος Ichan-Kala πρωτοχτίστηκε κατά μία άποψη μεταξύ 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. και επιδιορθώθηκε πολλές φορές μέχρι να πάρει την τελική μορφή του το 18ο αιώνα. Το μήκος του είναι 2,5 χλμ. και έχει τέσσερις πύλες. Το εξωτερικό τείχος Dishan-Kala χτίστηκε το 1842 από τον Allah Kuli Khan. Είχε μήκος 6 χλμ. και 10 πύλες. Σήμερα σώζονται μόνο οι τρεις, καθώς πάνω απ' αυτό είναι χτισμένη η νέα πόλη. Μεταξύ των δύο τειχών υπήρχε τάφρος με νερό και σήμερα στη θέση της υπάρχει δρόμος.
Σύμφωνα με το μύθο, η Χίβα ιδρύθηκε από τον γιο του Νώε, τον Σεμ, ο οποίος έφτιαξε σ' αυτήν εδώ τη θέση ένα πηγάδι. Ο λαός του το ονόμασε Χεϊβάκ κι έτσι προήλθε το όνομα Χίβα. Η προϊστορία της περιοχής του Χορέζμ, στην οποία ανήκει και η Χίβα, ξεκινάει από την 4η χιλιετία π.Χ., καθώς τότε τοποθετούνται οι πρώτοι ανθρώπινοι καταυλισμοί. Η εύφορη αυτή περιοχή, που την αναφέρει και ο Ηρόδοτος, βρίσκεται στο Δέλτα του ποταμού Αμού Νταριά μεταξύ των ερήμων Καρακούμ και Κιζιλκούμ στα ΝΔ του σημερινού Ουζμπεκιστάν.
Από τον 8ο αιώνα μ.Χ. η Χίβα αναφέρεται σαν ένα μεγάλο οχυρό και κέντρο εμπορίου, απ' όπου περνούσε κι ένα παρακλάδι του Δρόμου του Μεταξιού. Μεταξύ 10ου και 14ου αιώνα η περιοχή του Χορέζμ με πρωτεύουσα την Κόνιε Ούργκεντς -πόλη που βρίσκεται στο σημερινό Τουρκμενιστάν- ακμάζει. Το ειδικό βάρος της Χίβα ακόμα είναι μικρό. Ολα όμως αλλάζουν το 1388 όταν ο Αμίρ Τιμούρ (το πραγματικό όνομα του Ταμερλάνου) καταλύει το βασίλειο της Κόνιε Ούργκεντς, οπότε και αρχίζει σιγά σιγά ν' ανατέλλει το άστρο της Χίβα. Κατά το 16ο αιώνα οι Ουζμπέκοι Σεϊμπανίδες, εκμεταλλευόμενοι τη φθίνουσα πορεία της αυτοκρατορίας που ίδρυσε ο Ταμερλάνος, κινούνται δραστήρια και ιδρύουν ένα χανάτο (βασίλειο) στην περιοχή του Χορέζμ με πρωτεύουσα τη Χίβα ανακηρύσσοντας τον εαυτό τους χαν (βασιλείς) της περιοχής.
Ακολουθεί μια περίοδος προστριβών με τις φυλές των Καζάκων, οπότε και οι χαν της Χίβα συμμαχούν με τους Τουρκμένους για να διασφαλίσουν τα εδάφη τους προσφέροντάς τους χρήματα και γη.
Το 1717 η Χίβα ζητάει τη βοήθεια του Μεγάλου Πέτρου της Ρωσίας για ν' αντεπεξέλθει στις επιδρομές των φυλών που λεηλατούσαν τα εδάφη της, προσφέροντας σε αντάλλαγμα την υποταγή της σ' αυτόν. Πράγματι, ο τσάρος στέλνει τον πρίγκιπα Αλέξανδρο με 4.000 άνδρες, αλλά εν τω μεταξύ ο χαν έχει αλλάξει γνώμη και στρέφεται εναντίον του πρίγκιπα εξοντώνοντας αυτόν και το στράτευμά του. Λίγο αργότερα η πόλη καταστρέφεται από τον σάχη Ναντίρ της Περσίας και γίνεται για λίγο τμήμα της Περσικής Αυτοκρατορίας, για να ξαναποκτήσει την αυτοτέλειά της στα τέλη του 18ου αιώνα, οπότε και ξαναχτίζεται.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα και μετά ξετυλίγεται ένα περίπλοκο κουβάρι σχέσεων κι εντάσεων με την τσαρική Ρωσία, με την παράλληλη κατά διαστήματα εμπλοκή και των Αγγλων. Πρόφαση η απελευθέρωση των Ρώσων σκλάβων, ουσιαστική όμως αιτία ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός Ρώσων και Αγγλων για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής. Τελικό αποτέλεσμα ήταν η κατάληψη της Χίβα το 1873 από το ρωσικό στρατό και η υποτέλειά της στον τσάρο. Το 1924 ενσωματώθηκε στο υπόλοιπο Ουζμπεκιστάν, το οποίο ήδη αποτελούσε τμήμα της ΕΣΣΔ.
Κύρια είσοδος στην πόλη είναι η Δυτική Πύλη, Ota-Darvoza. Τη διασχίζω και κατευθύνομαι στ' αριστερά, όπου βρίσκεται το παλάτι Khuna Ark, ένα κτίσμα συγκερασμός φρουρίου και κατοικίας. Χτίστηκε αρχικά το 12ο αιώνα και πήρε την τελική του μορφή το 17ο αι. Περιφέρομαι στο εσωτερικό του παλατιού. Είναι ένα σύνθετο οικοδόμημα, όπου εκτός των άλλων στεγάζονταν εδώ τζαμί, αίθουσα δικαστηρίου, γυναικωνίτης, νομισματοκοπείο, οπλοστάσιο, στάβλος και φυλακή. Στην αυλή του μάλιστα υπήρχε η βασιλική γιούρτα (σκηνή), την οποία χρησιμοποιούσαν οι χαν. Από την κορυφή του πύργου του παλατιού η θέα της πόλης με τους δεκάδες μιναρέδες, που υψώνονται σαν λόγχες στον ουρανό, είναι καταπληκτική.
Η Χίβα ήταν μια πόλη με έντονη θρησκευτική παρουσία. Το αποδεικνύουν όχι μόνο τα πολλά τζαμιά, αλλά και οι σχεδόν τριάντα κορανικές σχολές (μεντρεσέδες). Από τις πιο χαρακτηριστικές είναι η Islam Khodja, ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό σύνολο που αντανακλά την εξαιρετική έμπνευση των δημιουργών του. Ο ομώνυμος, ύψους 57 μ., μιναρές της σχολής, διακοσμημένος με επισμαλτωμένα τιρκουάζ πλακάκια, μοιάζει με φάρο που καθοδηγεί τους πιστούς. Πολύ εντυπωσιακός είναι κι άλλος ένας μιναρές, ο Kalta Minor, που συναντάμε στον κεντρικό δρόμο της πόλης. Ξεκίνησε να χτίζεται το 1851 από τον Mohammed Amin Khan, ο οποίος ήθελε να φτιάξει τον υψηλότερο μιναρέ σ' ολόκληρη την ισλαμική Ανατολή, έτσι ώστε να φαίνεται καθ' οδόν προς την Μπουχάρα. Ο χαν πέθανε το 1855 και το μεγαλεπήβολο έργο του έμεινε ημιτελές. Εχει διάμετρο 14,2 μ., ύψος 29 μ. και είναι επενδυμένος με επισμαλτωμένα μπλε και τιρκουάζ πλακάκια.
Ως εμπορικό κέντρο και διαμετακομιστικός σταθμός, η Χίβα συγκέντρωνε πολλά καραβάνια, που μετέφεραν μετάξι και άλλα πολύτιμα εμπορεύματα. Εκατοντάδες έμποροι και πραματευτάδες έφταναν εδώ για να πουλήσουν την πραμάτειά τους στα παζάρια ή να ξαποστάσουν καθ' οδόν προς Δυσμάς. Τα καραβάν σεράι (πανδοχεία) ξεφύτρωναν το ένα μετά το άλλο για να υποδεχθούν όλον αυτόν το διερχόμενο κόσμο. Μόνο ένα όμως σώθηκε στη Χίβα. Το Alloquli Khan, ένα διώροφο παραλληλόγραμμο κτήριο με 105 δωμάτια, που βρίσκεται δίπλα στο ομώνυμο παζάρι και μεντρεσέ.
Αφήνω το καραβάν σεράι και κατευθύνομαι στο τζαμί Dzhuma, αφού πρώτα κάνω μια στάση στο μαυσωλείο του Pakhlavan Mahmud, του πολιούχου αγίου. Ο Pakhlavan υπήρξε ποιητής και φιλόσοφος στη μνήμη του οποίου χτίστηκε το 14ο αιώνα αυτό το μαυσωλείο, το οποίο το 19ο αιώνα ανακατασκευάστηκε και πήρε την τελική του μορφή.
Το τζαμί Dzhuma, σύμφωνα με τον Αραβα γεωγράφο Mukaddasiy, υπήρχε από το 10ο αιώνα. Τη σημερινή όμως μορφή του την πήρε το 18ο αιώνα όταν χτίστηκε ξανά με χρήματα των αξιωματούχων του Abdurakhman Mekhtar. Είναι μια μοναδική κατασκευή, που βασίζεται στην ιδέα των αρχαίων αραβικών τζαμιών, χωρίς παράθυρα, θόλους, στοές και αυλή. Διακόσιες δεκαοχτώ ξύλινες κολόνες -μερικές προέρχονται από το παλιό τζαμί- στηρίζουν την οροφή απ' όπου μικρά ανοίγματα αφήνουν να περάσει το φως και ο αέρας.
Μπαίνω στο τζαμί. Βασιλεύει ημίφως. Πέντ'- έξι φιγούρες ανδρών ακροπατώντας προχωράνε στο εσωτερικό. Διακρίνω στο βάθος πίσω από τις κολόνες τις γονατιστές σιλουέτες τους. Προσεύχονται. Μια λεπτή δέσμη φωτός τέμνει διαγώνια πρόσωπα και σώματα. Εχω την αίσθηση ότι η εικόνα που βλέπω μοιάζει βγαλμένη από το μακρινό παρελθόν της πόλης. Δεν είναι η πρώτη φορά. Κι άλλες στιγμές, εδώ, με διαφορετικές εικόνες είχα την ίδια αίσθηση.
Μπορεί η σημερινή Χίβα να μην περιμένει, όπως η παλιά, τα καραβάνια των σκλάβων και του μεταξιού, τους ταξιδιώτες και τους πραματευτάδες, έχει όμως τη δύναμη να «ταξιδεύει» τους τωρινούς επισκέπτες με τους αλλοτινούς της μύθους.
Γεωπολιτική
Η καρδιά της Κεντρικής Ασίας
Το Ουζμπεκιστάν είναι μια περίκλειστη χώρα, τοποθετημένη στην καρδιά της Κεντρικής Ασίας, ενός χώρου με μεγάλη γεωστρατηγική σημασία για τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής μας, λόγω των πλούσιων κοιτασμάτων γαιανθράκων που διαθέτουν κατά κύριο λόγο διάφορες γειτονικές χώρες.
Είναι τόσο απομακρυσμένο από τη θάλασσα, ώστε κάποιος που ξεκινά από το Ουζμπεκιστάν, για να φθάσει στην κοντινότερη ακτή, θα πρέπει να διασχίσει διαδοχικά τα εδάφη τουλάχιστον δύο χωρών. Η ιστορία της χώρας δεν έχει κλείσει ακόμη τα είκοσι χρόνια, καθώς ιδρύθηκε το 1991, μετά τη διάλυση της τότε Σοβιετικής Ενωσης. Καταλαμβάνει έναν αρκετά μεγάλο χώρο 447.400 τετραγωνικών χιλιομέτρων (ανάλογη έκταση με τη Σουηδία), ο οποίος είναι κατά κύριο λόγο ξηρός και άγονος, παρά την παρουσία σημαντικών υδατικών πόρων στα εδάφη της χώρας, όπως δύο από τα μεγαλύτερα ποτάμια της Κεντρικής Ασίας, τον Αμού Νταρία και τον Σιρ Νταρία, και η λίμνη Αράλη, η οποία όμως είναι περιβαλλοντικά κατεστραμμένη από την εξοντωτική γεωργική εκμετάλλευση των γύρω περιοχών την εποχή της Σοβιετικής Ενωσης. Καθώς η γεωγραφική θέση της χώρας βρίσκεται στους διαδρόμους μετακινήσεων στον άξονα Ανατολής-Δύσης στην Κεντρική Ασία, από τα εδάφη του Ουζμπεκιστάν πέρασαν πολλοί λαοί, κατακτητές και μη, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα ανθρωπολογικό μίγμα κατοίκων, με κυρίαρχη ομάδα τους Ουζμπέκους που αποτελούν το 80% του πληθυσμού και σημαντικές μειονότητες Ρώσων, Κοζάκων, Τατζίκων και Τατάρων. Οι ρίζες των Ουζμπέκων ανάγονται στους Μογγόλους του Τσένγκις Χαν, που το 13ο αιώνα κυριαρχούσαν στην περιοχή. Γενάρχης των Ουζμπέκων ήταν ο Χαν Ουζ Μπεγκ, ένας οπλαρχηγός που επέβαλε τη στρατιωτική κυριαρχία των πολεμιστών του στην περιοχή το 14ο αιώνα και από τότε η ισλαμική αυτή χώρα φέρει το όνομά του.ΠΗΓΗ:
Enet
www.anexigita.com
Δημοσιεύτηκε στις κατηγορίες κατασκευές, ξύλο, παλάτια