σχεδιασμός πολλών προϊόντων και η αλόγιστη χρήση εκ μέρους μας οδηγούν σε σπατάλη που ισοδυναμεί με τα δύο τρίτα της κατανάλωσης ενέργειας» λέει στην «Κ» ο κ. Τάκης Γρηγορίου από την Greenpeace. Η θέρμανση του σπιτιού έχει αναχθεί στο υπ' αριθμόν ένα πρόβλημα για τα νοικοκυριά τον φετινό χειμώνα. «Αν έπρεπε να διαλέξουμε με «οικολογικούς» όρους μεταξύ κατανάλωσης λιγνίτη (ηλεκτρική ενέργεια) και κατανάλωσης πετρελαίου (κεντρικό σύστημα θέρμανσης), είναι σαφές ότι θα ψηφίζαμε το δεύτερο», σχολιάζει ο κ. Γρηγορίου. Δεδομένης, όμως, της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης, αναζητούμε «το μη χείρον βέλτιστον». Μια πρώτη κίνηση, που έχει μακροπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα για το περιβάλλον και την τσέπη μας, είναι η θερμομόνωση των ταρατσών, που απουσιάζει από τα κτίρια που κατασκευάστηκαν πριν από το 1980 και επιφέρουν εξοικονόμηση ενέργειας περίπου 30%. «Ιδανική λύση είναι τα ενεργειακά τζάκια, που συγκρατούν το 75% της παραγόμενης ενέργειας», αναφέρει ο κ. Μιχάλης Προδρόμου από τη WWF «τα οποία, ωστόσο, έχουν υψηλό κόστος τοποθέτησης». Αλλος οικολογικός τρόπος θέρμανσης είναι οι σόμπες όπου γίνεται καύση βιομάζας, δηλαδή πελετών (pellets). Υπολογίζεται ότι έτσι εξοικονομούμε περίπου 40% από τα έξοδα θέρμανσης. Οι πελέτες, όμως, απαιτούν μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους, έχουν υψηλό κόστος εγκατάστασης (3.000-8.000 ευρώ) και προμήθειας της πρώτης ύλης (250-300 ευρώ ανά τόνο).
Στα περισσότερα σπίτια, ωστόσο, οι τωρινές επιλογές είναι η θέρμανση από κλιματιστικά, τα καλοριφέρ λαδιού και οι σόμπες με κηροζίνη. «Η ποιότητα θέρμανσης που προέρχεται από το air conditioδεν είναι καλή», εξηγεί ο κ. Γρηγορίου. Σύμφωνα με τους κανόνες της Φυσικής, ο κρύος αέρας πηγαίνει κάτω και ο ζεστός πάνω. Με αυτή τη λογική τοποθετούνται πάντοτε οι μονάδες των κλιματιστικών ψηλά, προκειμένου να παράγουν κρύο αέρα το καλοκαίρι. Το κλιματιστικό μπορεί να έχει καλή θερμική απόδοση σε σχέση με την κατανάλωση ενέργειας, αλλά ξηραίνει την ατμόσφαιρα. Επειτα, με την παύση της λειτουργίας του «χάνεται» και η θερμότητα, κάτι που δεν συμβαίνει με το κεντρικό σύστημα θέρμανσης που θερμαίνει ουσιαστικά τους τοίχους των σπιτιών, οι οποίοι διατηρούνται θερμοί περίπου δύο ώρες μετά το «κλείσιμο» των καλοριφέρ. Η σύγκριση μεταξύ κλιματιστικού και καλοριφέρ λαδιού είναι δύσκολη, ωστόσο, εκτιμάται ότι τα δεύτερα είναι πιο ενεργοβόρα μεν, αλλά πιο αποδοτικά, όταν πρόκειται για χώρους λίγων τετραγωνικών.
Καλούμαστε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στη χρήση του θερμοσίφωνα, καθώς η κατανάλωση ενέργειας για την παραγωγή ζεστού νερού χρήσης φτάνει στο 10-15% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας στα νοικοκυριά. Τον ανάβουμε μόνο όσο χρειάζεται για να ζεσταθεί το νερό, μια που παρατείνοντας τη λειτουργία του, απλώς πολλαπλασιάζεται η χρέωση. Ο θερμοστάτης του μπόιλερ καλό είναι να ρυθμίζεται στους 50-55 °C, ενώ του ηλεκτρικού θερμοσίφωνα στους 45-50 °C. Αν έχουμε τη δυνατότητα, τοποθετούμε ηλιακό θερμοσίφωνα, καλύπτοντας περίπου το 70% των ετήσιων αναγκών μας σε ζεστό νερό χάρη στην ηλιοφάνεια της χώρας μας. Ετσι, εξοικονομούμε τουλάχιστον 180 ευρώ τον χρόνο και εκλύεται 1,5 τόνος λιγότερος διοξειδίου του άνθρακα (Co2). Αλλαγή στον λογαριασμό μας θα διαπιστώσουμε, ακόμα, αντικαθιστώντας τις λάμπες με ειδικούς λαμπτήρες χαμηλής κατανάλωσης. Η τιμή τoυς είναι σαφώς υψηλότερη, περίπου 8 ευρώ έναντι 0,60, ενώ έχουν διάρκεια ζωής μέχρι και δώδεκα χρόνια. Με την αντικατάσταση «κερδίζουμε» ετησίως 14,4 ευρώ ανά λαμπτήρα.
Aγορά ηλεκτρικών με έλεγχο ενεργειακής κλάσης
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνουμε στην αγορά των ηλεκτρικών συσκευών, ελέγχοντας πάντοτε την ενεργειακή τους κλάση, ακολουθώντας τις οδηγίες χρήσης και επιλέγοντας τις λιγότερο ενεργοβόρες.
Στη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, που αποτελεί το δεξί χέρι των περισσοτέρων, προτιμούμε τον φορητό υπολογιστή έναντι του desktop και τις επίπεδες οθόνες (LCD) έναντι των κλασικών οθονών με λυχνίες. Η μέση τωρινή κατανάλωση ανά υπολογιστή προσδιορίζεται στα 75kwh/ έτος, ενώ η βέλτιστη απόδοση μπορεί να φτάσει μέχρι και 20 kwh/ έτος. Οι δε οθόνες LCD μειώνουν κατά 79% την κατανάλωση ενέργειας. Δεν αφήνουμε τις ηλεκτρικές συσκευές (τηλεόραση, στερεοφωνικό κ.τ.λ.) σε κατάσταση stand by και εξοικονομούμε 36 ευρώ τον χρόνο, ενώ απαλλάσσουμε το περιβάλλον από 300 κιλά «περιττού» διοξειδίου του άνθρακα. Δεν ξεχνάμε τους φορτιστές (κινητού, ασύρματου και διαφόρων παιχνιδιών) στην πρίζα όταν δεν τους χρησιμοποιούμε, και γλιτώνουμε 2,5-3 ευρώ περίπου από τον λογαριασμό ρεύματος.
Στο υπόλοιπο νοικοκυριό, αλλάζουμε συνήθειες και εξοικονομούμε ενέργεια. Αγοράζουμε, ει δυνατόν, ψυγείο ενεργειακής κλάσης Α έως Α+++, εξοικονομούμε 30 ευρώ τον χρόνο και απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα 250 κιλά διοξειδίου του άνθρακα λιγότερα. Αντίστοιχη ενεργειακή κλάση προτείνεται και για το πλυντήριο, το οποίο καλούμαστε να λειτουργούμε στους 30 βαθμούς και μόνον όταν ο κάδος είναι γεμάτος. Επιλέγουμε να βράσουμε νερό στο γκαζάκι ή στον βραστήρα αποφεύγοντας το μάτι της κουζίνας. Αντίστοιχα, ζεσταίνουμε το μαγειρεμένο φαγητό στον φούρνο μικροκυμάτων και όχι στον παραδοσιακό φούρνο. Αποφεύγουμε το άνοιγμα του φούρνου, από το οποίο χάνεται κάθε φορά το 20% της θερμότητας. Προτιμούμε μαγειρικά σκεύη που εφάπτονται στις εστίες τις κουζίνας ακριβώς «κερδίζοντας» 20-30% περισσότερη ενέργεια, μαγειρεύουμε με κλειστό καπάκι και σβήνουμε τη μηχανή δέκα λεπτά πριν από το τέλος. Οι πιο αδηφάγες ηλεκτρικές συσκευές είναι το στεγνωτήριο ρούχων (1.800 έως 5.000 watt) και το πλυντήριο πιάτων (1.200-2.400 watt), όταν γίνεται χρήση της λειτουργίας στεγνώματος των πιάτων.
trelokouneli.blogspot.com
Δημοσιεύτηκε στις κατηγορίες ΔΕΗ, οικονομία, ρεύμα